- παλμογράφημα
- το, -ατοςγραφική παράσταση των παλμών που εξετάζει ο παλμογράφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλμογράφημα — το τεχνολ. η εικόνα που σχηματίζεται στην οθόνη τού παλμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλμός + γράφημα] … Dictionary of Greek
ταλαντόγραμμα — το, Ν φυσ. καμπύλη χαραγμένη στον πίνακα τού ταλαντογράφου, τού παλμογράφου, αλλ. παλμογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό γραμμα] … Dictionary of Greek